Η μάκα είναι ένα ποώδες διετές ή ετήσιο φυτό (σε μερικές πηγές αναφέρεται ότι είναι πολυετές) το οποίο φύεται σε μεγάλα υψόμετρα στις Άνδεις του Περού. Καλλιεργείται για τη σαρκώδη υποκοτύλη του, η οποία χρησιμοποιείται ως φαρμακευτικό φυτό.
Η θρεπτική αξία της αποξηραμένης ρίζας της μάκα είναι υψηλή, παρόμοια με τους σπόρους δημητριακών, όπως το σιτάρι και το ρύζι. Περιέχει 60% υδατάνθρακες, 10% πρωτεΐνες, 8,5% φυτικές ίνες, και 2,2% λίπη. Η μάκα είναι πλούσια σε μεταλλικά ιχνοστοιχεία και ειδικότερα σελήνιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, και σίδηρο και περιέχει λιπαρά οξέα, μεταξύ άλλων λινολεϊκό οξύ, παλμιτικό οξύ, και ελαϊκά οξέα, καθώς επίσης και πολυσακχαρίτες.
Μικρής κλίμακας κλινικές δοκιμές σε άντρες έχουν δείξει ότι το εκχύλισμα από μάκα μπορεί να αυξήσει τη λίμπιντο και να βελτιώσει την ποιότητα του σπέρματος. Χρειάζονται ωστόσο εκτενέστερες μελέτες για να επιβεβαιωθούν αυτά τα προκαταρκτικά αποτελέσματα. Ειδικότερα, απαιτούνται έρευνες σε άτομα με σεξουαλική δυσλειτουργία και στειρότητα. Καμία από τις έρευνες που έχουν γίνει ως τώρα δεν φανερώνουν οποιαδήποτε επίδραση της μάκα στα επίπεδα των σεξουαλικών ορμονών. Δεν έχει αναφερθεί τοξικότητα.
Παραδοσιακά, η μάκα χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της γονιμότητας σε ανθρώπους και ζώα, για την αύξηση της λίμπιντο, για αυξημένη ενέργεια και αντοχή και για άλλους ιατρικούς σκοπούς.
Τα ευεργετικά αποτελέσματα της μάκα σε σχέση με τη σεξουαλική λειτουργία ενδεχομένως οφείλονται στην υψηλή συγκέντρωση πρωτεϊνών και ζωτικών θρεπτικών συστατικών. Οι ερευνητές έχουν εντοπίσει δύο ακόμη συστατικά, τις μακαμίδες (macamides), ένα είδος δευτερεύοντος μεταβολίτη (secondary metabolite), και τις μακαένες (macaenes), οι οποίες πιστεύεται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο.
Για τις παραπάνω ιδιότητές της, η μάκα έχει αρχίσει να διαδίδεται τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.