Η λεκιθίνη, όπως κυκλοφορεί στο εμπόριο, είναι κυρίως μίγμα λιπαρών οξέων, τα οποία είναι ενωμένα με φωσφόρο και, ενδεχομένως, με άλλες ουσίες. Το μίγμα ονομάζεται φωσφολιπίδια ή φωσφατίδια. Στο μίγμα αυτό κυριαρχεί η φωσφατιδυλική χολίνη, η οποία αποτελείται κατά 15%, περίπου, από χολίνη. Έτσι, οι ιδιότητες της χολίνης είναι σε σημαντικό βαθμό και ιδιότητες της λεκιθίνης, και αντίστροφα.
Η λεκιθίνη που είναι σε υγρή μορφή ή σε κάψουλες περιέχει μεγάλο ποσοστό ελαίου (κατά κανόνα σογιέλαιο). Η λεκιθίνη σε κόκκους περιέχει πολύ λιγότερο ή καθόλου έλαιο. Όσο μικρότερο είναι το ποσοστό του ελαίου και όσο μεγαλύτερο το ποσοστό των φωσφατιδίων, τόσο υψηλότερη είναι η ποιότητα της λεκιθίνης.
Η λεκιθίνη αποτελεί δομικό συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών, αυξάνοντας τη ρευστότητά τους και συμμετέχοντας στη διαδικασία διόρθωσης των βλαβών τους.
Από τα παραπάνω φαίνεται ο σπουδαίος ρόλος της λεκιθίνης στην πρόληψη σοβαρών ασθενειών, όπως ηπατοπάθειες, καρκίνος, νευρολογικές παθήσεις, δεδομένου ότι όλες οι παραπάνω -και όχι μόνο- ασθένειες έχουν, συχνά, σχέση με τη μειωμένη ρευστότητα των κυτταρικών μεμβρανών και τους αναποτελεσματικούς μηχανισμούς διόρθωσης των βλαβών τους.
Συνήθης Χρήση: Μία κάψουλα την ημέρα.
Κάθε κάψουλα των 1200 mg περιέχει φυσική λεκιθίνη σόγιας, περιεκτικότητας 60% σε φωσφατίδια.